Φιλαναγνωσία

Κρο, κρο Ανέστη πες κάτι σε παρακαλώ! Κρο κρο. Έλεγε και ξανάλεγε μέσα από το κλουβί του ο Πάκο, ένας γκρίζος αφρικανικός παπαγάλος με κόκκινη ουρά. Εδώ και λίγο καιρό, ο Πάκο που δεν ήξερε ούτε μια λέξη, σαν από θαύμα, άρχισε να μιλάει. Να λέει και να ξαναλέει αυτή την παράκληση. Η Μαγδαληνή Τσ. κάθε μέρα που του καθάριζε το κλουβί, του βαζε φρέσκο νερό και λίγο κεχρί, άκουγε τον παπαγάλο της να απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο για εκείνην Ανέστη. Αδυνατώντας να δώσει μια επαρκή, λογική εξήγηση σ' αυτό το παράδοξο γεγονός κατέληξε από καχυποψία και φόβο στην αρχή στον απεριόριστο θαυμασμό για το κατόρθωμα του Πάκο. Οι δυο τους ζούσαν στο Χαλάνδρι εδώ και χρόνια. Εκείνος απολάμβανε τις ηλιόλουστες μέρες στο μπαλκόνι και η Μαγδαληνή Τσ στο γραφείο της έκανε αυτό που ήξερε πολύ καλά να κάνει - να επιμελείται κείμενα. Εδώ και αρκετά χρόνια είχε επωμιστεί την επιμέλεια του Μέγα Καζαμία, μια εκδοτική επιτυχία που επαναλαμβανόταν αδιαλείπτως. Τώρα πλέον στο περιεχόμενο του συμπεριλαμβανόταν η νικητήρια συμμετοχή του διαγωνισμού αποτυχημένων ερωτικών επιστολών. Ο Μέγας Καζαμίας πλέον, εκτός από αστρικές προβλέψεις, καιρικές προγνώσεις ετήσιας διάρκειας, τον διάσημο ονειροκρίτη του, χωρατά με πρωταγωνιστή τον Χότζα, φιλοξενούσε το καλύτερο “αποτυχημένο” ερωτικό γράμμα του ετήσιου διαγωνισμού ερωτικών επιστολών, επιστολών που δεν κατάφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα και απέμειναν γραπτές αποδείξεις “άστοχων” φλερτ και “ανεπίδοτων” ερώτων. Ήταν ένας διαγωνισμός που επιβράβευε λέξεις και αράδες που δεν άντεξαν και λύγισαν όταν πήγαν να κινήσουν αμετακίνητα βουνά πόθων και συναισθημάτων, φωνές πάνω στο χαρτί που δεν κατάφεραν να αντέξουν τις δοκιμασίες του έρωτα και που κατέπεσαν σε θλιβερές σιωπές. Λόγια που ψάχναν την μεγάλη γιορτή και τελικά κατέληξαν σε ένα ψέμα. Δεκάδες τέτοιοι ερωτικοί μονόλογοι κατέφθαναν στα χέρια της Μαγδαληνής Τσ, η οποία δεινή αναγνώστρια με αυστηρά φιλολογικά κριτήρια και όχι μόνο τις μελετούσε μία προς μία. Όταν παραγινόταν το κακό με τις βαθμολογημένες πλέον επιστολές να μετατρέπονται σε στοίβες χάρτου, τις ανακύκλωνε βάζοντάς τες στον πάτο του κλουβιού του Πάκο. Και όλα αυτά συνέβαιναν για χρόνια μέχρι τον αδόκητο χαμό της Μαγδαληνής Τσ. Ο αφρικανικός παπαγάλος, και οι πέντε λέξεις που συνεχώς επαναλάμβανε, θα συνέχιζε τη ζωή του σε ένα άλλο ηλιόλουστο μπαλκόνι και πάλι στο Χαλάνδρι. Δίχως όμως τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής που τον κράτησαν μέσα στη σιωπή χρόνια ολόκληρα. Το μόνο που άξιζε να κουβαλήσει για πάντα έστω και με λάθος ήχο ήταν εκείνη η τελευταία αράδα από μια ερωτική επιστολή που διάβασε στον πάτο του κλουβιού του, η οποία απαθανάτιζε όλη τη θλίψη της ζωής και του έρωτα. Ανέστη πες κάτι σε παρακαλώ! κρο κρο.

ανακομιδή

Ο Βοήθιος το έλεγε και το πίστευε. Τώρα ήταν η σειρά του. Το είχε δει να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του. Το είχε ακούσει να συμβαίνει πολλές περισσότερες φορές. Το πίστευε πάντα. Το θαύμα είναι ένα άξιο δώρο, μια ευεργεσία της τύχης μετά από μεσολάβηση της θείας πρόνοιας. Ο Λίβιος του είχε πει ότι στις μακρινές Ινδίες γίνονται χίλια θαύματα τη μέρα. Τι ρεκόρ! Ήταν η σειρά του λοιπόν. Το περίμενε με ανυπομονησία σχεδόν αστείρευτη. Πολλές φορές όμως μετά το Δι' ευχών επέστρεφε στο κελί του οργισμένος χωρίς το θαύμα. Συνέχιζε παρόλα αυτά την καλλιγραφία, το διακόνημα του, μέχρι την επόμενη Κυριακή. Είχε παραμερίσει όλους τους πειρασμούς της επίγειας δόξας και είχε διανύσει σχεδόν όλο του το βίο με ταπεινότητα. Η τύχη του, η μοίρα του ήταν ικανή να επηρεαστεί μόνο από θεϊκές μεσολαβήσεις. Έτσι συλλογιζόταν ο Βοήθιος: ήθελε ένα επίγειο θαύμα αλλά σαν επουράνια ανταμοιβή. Ήταν μεγάλος σε ηλικία, το άξιζε, ήταν η σειρά του. Κανείς δεν θα του έπαιρνε τη σειρά. Το θαύμα όμως δεν συνέβαινε και ο Βοήθιος μόνος σε ένα απόμερο στασίδι πολύ κουρασμένος από το γήρας και την αρρώστια παραδεχόταν σαν αμαρτία ότι προσδοκούσε το θαύμα σαν ευεργεσία της τύχης ξεχνώντας ότι ο Θεός επίτηδες είχε εναποθέσει τα του μάταιου κόσμου στην ανεύθυνη τύχη. Λίγες μέρες πριν το τέλος δέχτηκε στο κελί του την επίσκεψη του Ηγούμενου. Αυτή τη φορά το θαύμα δεν έγινε. Ναι, ίσως να ήταν η σειρά του, αλλά τι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει ένα θαύμα στην αθάνατη ψυχή του Βοήθιου! Άλλωστε, είχε βάλει σε διακινδύνευση και απειλή μεγάλη την αξιοπρέπεια του η αδυσώπητη αναμέτρηση με την τύχη του. Το θαύμα δεν έγινε, αλλά με τόση αναμονή, τόση καρτερία, ιώβεια υπομονή ο Βοήθιος θα γινόταν ένας Μάρτυρας και πολλοί γονείς, υπέρ της αναμνήσεως του, θα ονόμαζαν για πολλές γενιές τα παιδιά τους με το όνομα του (πόσο έξω έπεφτε ο Ηγούμενος). Μετά από λίγες μέρες ο Βοήθιος θα άφηνε την στερνή του πνοή. Δίπλα του καρτερούσε ένας μοναχός να του κλείσει τα μάτια. Ο Βοήθιος του έγνεψε και εκείνος έσκυψε. Ήταν τα τελευταία του λόγια και μετά ξεψύχησε. Είπε: Ευστάθιε Τώρα είναι η σειρά σου.

υγεία

Και πάλι μέρα Πέμπτη, γύρω στις 8, κατέφθασαν με καλοχτενισμένα λευκά μαλλιά, φορώντας όπως πάντα ταγιέρ, σιωπηλές αλλά πολύ καθώς πρέπει. Θα έριχναν μια βιαστική ματιά στο μενού, αλλά στο τέλος θα έδιναν στον σερβιτόρο την ίδια παραγγελία. Εκείνος με το δεξί χέρι να τρέμει, δεν θα είχε σημασία τελικά αν θα την έγραφε. Από τον σεφ μέχρι τον τελευταίο σερβιτόρο όλοι ξέραν τι θα διαδραματιζόταν για μια ακόμα Πέμπτη πάνω από δύο πιάτα με ζεστή κοτόσουπα. Η παραγγελία ετοιμάστηκε γρήγορα και τα δύο πιάτα σε λίγο θα σερβίρονταν στις δύο γηραιές κυρίες. Το κοτόπουλο ελευθέρας βοσκής όσο και να βράσει δεν μαλακώνει. Το μασούσαν με υπομονή για πολλή ώρα ώσπου να είναι σίγουρες ότι μπορούν να το καταπιούν τα κουρασμένα τους σαγόνια όμως και η αμφιβόλου ποιότητας οδοντοστοιχίες αδυνατούσαν να κάνουν εύπεπτο το σκληρό κρέας του κοτόπουλου και έτσι η κάθε μπουκιά ήταν ένα ρίσκο, κάθε κουταλιά ένας ενδεχόμενος πνιγμός και πράγματι κάθε Πέμπτη αφού ξεροκατάπιναν, έβηχαν, η μία χτύπαγε την πλάτη της άλλης, μελάνιαζαν μέχρι να φτάσει στο λαρύγγι μια σωτήρια γουλιά νερό οι δύο γριές έπαιζαν τις ζωές τους κορώνα γράμματα. Γιατί το κάνουν αυτό αναρωτιόντουσαν στο τέλος οι άνθρωποι του μαγαζιού σκουπίζοντας τον κρύο τους ιδρώτα. Οι δύο γριές απολάμβαναν ρισκάροντας, εισερχόμενες στον χώρο της ικανοποίησης χωρίς βεβαιότητες και περιοριστικές δικλείδες ασφαλείας. Θα μπορούσαν να αναζητούν ευτυχία σε μια νέα μαγεία, στο νέο μυστηριακό πρόταγμα για διευρυμένη συνείδηση, μεθόδους χαλάρωσης, να αναζητούν την θετική ενέργεια του εαυτού. Δεν θέλουν όμως μια μίζερη ενδοστρέφεια που δεν εμπεριέχει καμιά έκπληξη και δεν αφήνει περιθώριο για καμιά δημιουργική αγωνία. Και όλα αυτά γιατί ήταν αληθινά μοντέρνες. Μοντέρνο δεν είναι το μυστήριο ούτε η κατασκευή του μέσα από τη σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα. Δεν είναι η ιδιωτική ηθική και η αναζήτηση του ελάχιστου αγνώστου που απέμεινε. Γκουρού, ενέργειες, θετικές σκέψεις, ηδονισμός με συνταγές επιτυχίας, αλχημείες ευτυχίας. Αυτά όλα δεν είναι μοντέρνα. Το να μιλάει κανείς για την ελαφρότητα όπως είναι ένα απλό φαΐ σε τόνο σοβαρό πλησιάζει το γελοίο. Γι' αυτό κοτόσουπα. Γιατί κρυφοκοίταζαν άκομψα τα γκαρσόνια γεμάτα αγωνία; Μια απλή κοινωνική συναναστροφή δύο γυναικών εμπεριέχει επικοινωνία και αναγνώριση, γιατί πρέπει μέσα σε αυτή τη συνηθισμένη κοινωνική πράξη να χωρέσει το οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο που επιπλέον πρέπει να είναι μυστήριο, παράξενο, φοβερό; Μάσαγαν με κόπο, κατάπιναν με δυσκολία, μπούκωναν τον οισοφάγο τους με αμάσητες θαρραλέες κουταλιές, τα μάτια τους γούρλωναν και το κορμί τους σε ακούσια τινάγματα έψαχνε επειγόντως αέρα. Όμως οι δύο αυτές γυναίκες αυτό που έκαναν ήταν απλά να δειπνούν σε ένα εστιατόριο, μια απλή καθημερινή έλλογη πράξη αναγκαία και αναμενόμενη από όλους. Τελικά, οι δύο γριές υπήρχαν στο βιωμένο χρόνο που τις απέμενε σε απλές ανθρώπινες καταστάσεις που εμπεριείχαν ρίσκα, ήττες, ακόμα και συντριβές. Ήξεραν τι έκαναν κάθε Πέμπτη και σίγουρα το μέλλον τις ανήκει.

ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Η Τασούλα και ο Βαγγέλης είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι εδώ και 45 χρόνια. Τότε, στα νιάτα τους, εκείνος με δυο υπέροχα πράσινα μάτια κ εκείνη με το πιο φωτεινό χαμόγελο, είχανε γίνει το πιο παινεμένο ζευγάρι του χωριού. Τρελά ερωτευμένοι κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν κρυφά Η αγάπη τους έμεινε στην μνήμη όλων των συγχωριανών τους σαν παραμύθι. Τώρα πηγαίνανε στην βάφτιση της εγγονής τους, του πρώτου παιδιού της κόρης τους. Τελικά πηγαίνανε, παρόλο που είχαν μαλώσει πολλές φορές με τα συμπεθέρια για το όνομα της εγγονής. Τη συμπεθέρα την λέγανε Παγώνα, ούτε καν γιορτή δεν είχε, είχε όμως προικίσει τον γιο της με σπίτι και τον μισό κλήρο στον κάμπο. Η Τασούλα κι ο Βαγγέλης πολλά για την προίκα της κόρης τους δεν είχαν, αλλά είχαν αρκετά για να πείσουν τον παπα-Γιάννη να βάλει και το Αναστασία στο μωρό όταν θα έλεγε το «βαπτίζεται η δούλη του Θεού». Στον δρόμο για την εκκλησία ούτε κουβέντα. Είχαν αγωνία. Ξαφνικά μια πέτρα σπάει το παρπρίζ του αυτοκινήτου. Ευτυχώς η πέτρα βρήκε το παρπρίζ στην πλευρά του συνοδηγού αφήνοντας ανέπαφο το υπόλοιπο μέρος. Ο Βαγγέλης διατήρησε την ψυχραιμία του για τα επόμενα 100 μέτρα. Έλεγε «Τασούλα μην φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε. Δεν πάθαμε και τίποτε». Η Τασούλα δεν μίλαγε και προσπαθούσε μονάχα κάτι να ψελλίσει. Ο Βαγγέλης κατάλαβε ότι είχε τρομάξει και γιαυτό γύρισε για να της χαμογελάσει και να της δώσει λίγο θάρρος. Να γιατί ψέλλιζε η Τασούλα! Η πέτρα που έσπασε το παρπρίζ, την βρήκε στο στόμα και της έσπασε όλα τα δόντια. Τότε ήταν που ο Βαγγέλης σοκαρισμένος από το θέαμα έχασε την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Διερχόμενοι οδηγοί τους μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η Τασούλα στο γναθοχειρουργό και ο Βαγγέλης με ένα διαμπερές τραύμα στο δεξί μάτι επίσης στο χειρουργείο. Η βάπτιση όμως έγινε, παρά την απουσία τους και το μωρό ο παπάς το έβγαλε Παγώνα, παρά την συμφωνία που είχε κάνει ήδη με την Τασούλα. Από τότε η Τασούλα και ο Βαγγέλης θύμωσαν με την κόρη τους και δεν ξαναμίλησαν ούτε στα συμπεθέρια ούτε στο γαμπρό. Τον παπά θα τον ξαναβλέπανε αναγκαστικά μια ακόμα φορά, στην βάφτιση του δεύτερου παιδιού του γιου τους. Το μωρό θα το βγάζανε Βαγγέλη. Ο παπαΓιάννης όλο θράσος το έπαιζε εκπρόσωπος του θεού, η Παγώνα και ο συμπέθερος όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο δεν ήταν εκεί και η Τασούλα παράξενα σιωπηλή, αλλά τι να ξεστόμιζε με μια μασέλα που χόρευε μέσα στο στόμα της! Τον Βαγγέλη τον είχε βρει μελαγχολία, δεν είναι και λίγο να γίνεις ο ζαβός του χωριού. Και εκεί που ρώταγε και ξαναρώταγε ο παπαΓιάννης τον νονό αν αποτάσσει το σατανά, ένας δυνατός κρότος τράνταξε το ναό. Η Τασούλα είχε ξαναβρεί το αστραφτερό της χαμόγελο και ο Βαγγέλης το μοναδικό του βλέμμα. Θαύμα θαύμα φώναζε ο παπαΓιάννης. Θαύμα! Πιο θαύμα ρε παπά; 45 χρόνια έρωτας, το πιο παινεφτό ζευγάρι του χωριού!